- ανάλγητος
- η , ο [ος , ον ]1) нечувствительный (к боли); 2) бесчувственный, чёрствый; бездушный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνάλγητος — without pain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλγητος — η, ο (Α ἀνάλγητος, ον) (για ανθρώπους) 1. αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, ο μη ευαίσθητος στους πόνους, αναίσθητος 2. ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, άστοργος αρχ. (για πράγματα) 1. αυτός που δεν προξενεί πόνο, λύπη 2. ανηλεής, σκληρός 3.… … Dictionary of Greek
ανάλγητος — η, ο αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, αναίσθητος, άπονος (κυριολ. και μτφ.): Στεκόταν ανάλγητος μπροστά στη δυστυχία των άλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναλγήτως — ἀνάλγητος without pain adverbial ἀνάλγητος without pain masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάλγητον — ἀνάλγητος without pain masc/fem acc sg ἀνάλγητος without pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγητότατος — ἀνάλγητος without pain masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγητότεροι — ἀνάλγητος without pain masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγήτοις — ἀνάλγητος without pain masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγήτου — ἀνάλγητος without pain masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγήτους — ἀνάλγητος without pain masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγήτων — ἀνάλγητος without pain masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)